talão - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

talão - translation to ρωσικά

Talão

talão         
чек (выдаваемый кассой при оплате), корешок (квитанции), талон
talão         
{m}
чек (выдаваемый кассой при оплате); корешок (квитанции); талон
talão         
(анат.) пятка (тж. в обуви, носках и пр.), задник (башмака), корешок (квитанции), талон, чек

Ορισμός

Talão
m.
Parte posterior do pé, formada pelo maior osso do tarso.
Parte do calçado, correspondente ao calcanhar.
Moldura, côncava de um lado e convexa do outro.
Instrumento, com que se faz essa moldura.
Entalhe numa viga, para assentar o chincharel.
Cada uma das duas partes da face exterior de uma muralha.
Vara de videira, que se deixa junto à terra, na occasião da poda.
Parte de uma fôlha, de que se corta um recibo, e onde fica a indicação summária do mesmo recibo.
Extremidade dos ramos das ferraduras, também chamada "collo".
Mús.
A parte inferior do arco da rabeca.
(Do lat. "talo", "talonis", seg. Körting)

Βικιπαίδεια

Calcanhar

Calcanhar ou trâncio é a parte posterior, geralmente proeminente, do pé do ser humano. O calcanhar é formado pelo osso calcâneo.